- καλομελετά
- καλομελετάάω 1. μετ. , αμετ. желать добра, предсказывать добро;2. μετ. 1) старательно, тщательно изучать; 2) хорошо думать, говорить (о ком-чем-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλομελετώ — άω 1. μελετώ καλά, επαρκώς 2. λέω ή έχω στον νου μου τα καλά, προοιωνίζομαι τα καλά 3. παροιμ. «καλομελέτα κι έρχεται» δηλ. η αισιόδοξη διάθεση επιδρά ευνοϊκά σε κάθε προσπάθεια … Dictionary of Greek
καλομελετώ — και καλομελετάω καλομελέτησα, καλομελετήθηκα, καλομελετημένος 1. μελετώ καλά: Για να περάσεις στις εξετάσεις, πρέπει να καλομελετήσεις τα μαθήματά σου. 2. προοιωνίζομαι καλά: Καλομελέτα κι έρχεται (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)